ἀναβοάσομαι

ἀναβοάσομαι
ἀναβοά̱σομαι , ἀναβοάω
cry
aor subj mid 1st sg (epic doric aeolic)
ἀναβοά̱σομαι , ἀναβοάω
cry
fut ind mid 1st sg (doric aeolic)
ἀναβοά̱σομαι , ἀναβοάω
cry
aor subj mid 1st sg (epic doric aeolic)
ἀναβοά̱σομαι , ἀναβοάω
cry
fut ind mid 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εύπαις — εὔπαις, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει καλά και πολλά παιδιά, ο ευτυχής ως προς τα τέκνα 2. το εξαιρετικό, το πιο ωραίο παιδί 3. αυτός που έχει καλούς μαθητές, σπουδαίους απογόνους ή ομοτέχνους («ἀναβοάσομαι τὸν εὔπαιδα Ἀσκληπιόν» θα υπενθυμίσω τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”